- ανόστιμος
- (I)ἀνόστιμος, -ον (Α) [νόστιμος]1. εκείνος του οποίου η επιστροφή εμποδίζεται2. (για δρόμο) εκείνος μέσω του οποίου δεν μπορεί κάποιος να επιστρέψει.————————(II)ἀνόστιμος, -ον (Α)ο μη γευστικός, ο ἄνοστος.
Dictionary of Greek. 2013.